στιχουργώ

στιχουργώ
(ε) 1. μετ. описывать что-л, в стихах;
2. αμετ. сочинять, писать стихи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στιχουργώ" в других словарях:

  • στιχουργώ — στιχουργῶ, έω, ΝΜ [στιχουργός] γράφω στίχους, συνθέτω ποιήματα …   Dictionary of Greek

  • στιχουργώ — στιχουργώ, στιχούργησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στιχουργώ — στιχούργησα, στιχουργήθηκα, στιχουργημένος, συνθέτω στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετροποιώ — μετροποιῶ, έω (Α) [μετροποιός] 1. κατασκευάζω κάτι με μέτρα, με μέτρημα 2. στιχουργώ, κατασκευάζω στίχους …   Dictionary of Greek

  • στιχίζω — ΜΑ [στίχος] 1. χωρίζω, διαιρώ κείμενο σε στίχους αριθμώντας τους ταυτόχρονα 2. πιθ. γράφω στίχους, στιχουργώ 3. ταξινομώ, διευθετώ, αραδιάζω …   Dictionary of Greek

  • στιχοπλοκώ — έω, Μ [στιχοπλόκος] πλέκω στίχους, στιχουργώ …   Dictionary of Greek

  • στιχοποιώ — έω, Α [στιχοποιός] συνθέτω στίχους, στιχουργώ …   Dictionary of Greek

  • στιχουργία — η, ΝΑ [στιχουργός] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιχουργώ, η σύνθεση στίχων, η συγγραφή ποιημάτων νεοελλ. 1. η τέχνη τού να συνθέτει κανείς στίχους, η στιχουργική 2. το σύνολο τών κανόνων με τους οποίους γράφεται ένα ποίημα …   Dictionary of Greek

  • στιχούργημα — το, ΝΑ έργο γραμμένο σε στίχους, ποίημα νεοελλ. (με ειρωνική σημ.) πρόχειρη έμμετρη σύνθεση, μέτριο ή άτεχνο ποίημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχουργός μέσω αμάρτυρου αρχ. *στιχουργῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»